"...Το μυαλό του όμως γύριζε ξανά και ξανά στο ταξίδι. Φανταζόταν τα όσα θα γνώριζε αν ακολουθούσε τις χήνες..."
(Σ.Λάγκερλεφ, Το θαυμαστό ταξιδι του Νιλς Χόλγκερσον)

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Τα λιοντάρια μας δεν τρώνε γάτες



" Ίσως τον παππού να τον ένοιαζε πιότερο για το τσίρκο, αυτός ξέρει από θέατρα.
-Έχεις δει ποτέ, παππού, τσίρκο; Χορεύουνε οι φώκιες σαν μπαλαρίνες; [...]
Ο Σάκης πέρασε ξυστά από τον πατέρα, που, σκυμμένος στο τραπέζι έγραφε νούμερα. Του άρπαξε στα κλεφτά την ξύστρα.Τη χρειαζότανε για βαρίδι στην κούνια που είχε φτιάξει από χαρτόνι. Αλλιώς ήταν αλαφριά και δεν κουνιόταν όπως έπρεπε. Η ακροβάτρια ήτανε μια κάμπια, που την είχε μαζέψει το πρωί, πάνω από ένα φύλλο... Έδεσε την ξύστρα, κάτω από το χαρτόνι και η κούνια, με την πράσινη ακροβάτρια, κουνιότανε τώρα με φόρα... Άραγε η αληθινή ακροβάτρια να φορούσε πράσινα; ΤΙΜΗ ΕΙΣΟΔΟΥ ΜΙΑ ΓΑΤΑ. Ό,τι και να'ναι: μαύρη, γκρίζα, ψαριά. Το΄πε ο Μάνος, το΄μαθε από ένα παιδί που μένει στη γειτονιά όπου εγκαταστάθηκε το ξένο τσίρκο. [...] Την Πίσσα τη λυπάται ο Σάκης, από μικρό γατάκι την τάιζε γάλα με ψίχουλα... Πόσα χρόνια μπορεί να ζήσει μια γάτα; Οχτώ, δέκα, το πολύ. Κι η Πίσσα τα'κλεισε τα εφτά... Άραγε, να τις σκότωναν πριν ή να τις ρίχνανε ζωντανές στα λιοντάρια;.... Σε ποιον όμως θα μιλούσε τα βράδια; Γιατί η Πίσσα ήτανε το μόνο πρόσωπο στο σπίτι, που μπορούσε να της κουβεντιάζει τα δικά του...Λεφτά για το εισιτήριο δεν θα του έδινε κανένας. [...] Αν μπορέσει να μπει με την Πίσσα στο τσίρκο, θα καταφέρει να τρυπώσει στα παρασκήνια. Μπορεί να δει και την ίδια την ακροβάτρια.[...] Ο Σάκης έπιασε να χαϊδεύει την Πίσσα, όπως τη φαντάστηκε να τη σπαράζουνε τα λιοντάρια. Την έσφιξε τόσο, που την έκανε να νιαουρίσει δυνατά.[...] Γύρισε τα μανίκια, να μην τον εμποδίζουν, ύστερα έχωσε την Πίσσα στον κόρφο του και τράβηξε το φερμουάρ, αφήνοντας μονάχα λίγο ανοιχτό, στο λαιμό. Εκείνη γαντζώθηκε απάνω του και ζάρωσε, νιώθει τη ζεστή της ανάσα να τον χουχουλίζει. [...] Ακροβάτης θα γίνει... Κάθε μεσημέρι, σα γυρίζει από το σχολείο, η Πίσσα τρέχει και τον περιμένει, κάτω, στην πόρτα της υπηρεσίας... Μπορεί και να μην τους τη δώσει... Έτσι μονάχα να πάει ίσαμε΄κεί, να δει τον κόσμο που θα μπαίνει.....[...] Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να καταπιεί τα δάκρυά του. Τρέχουνε στα μάγουλά του και μουσκεύουνε τη γούνα της Πίσσας, που έχει ξετρυπώσει το μουσούδι της, από το μπλουζόν...
... Την πινακίδα την πήρε αμέσως το μάτι του. Ήτανε κολλημένη στη μάντρα, δἰπλα στην είσοδο του τσίρκου.
Η διεύθυνσις είναι υποχρεωμένη να θέσει εις γνώσιν του κοινού, ότι:

ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΜΑΣ ΔΕΝ ΤΡΩΝΕ ΓΑΤΕΣ!"
Άλκη Ζέη, Αρβυλάκια και γόβες, Κέδρος, 1977.
Συλλογή διηγημάτων.
Το απόσπασμα από το τέταρτο και τελευταίο διήγημα. Η εσωτερική πάλη του παιδιού να σώσει τη γάτα του...